χερσοθηρία

χερσοθηρία
ἡ, Μ
το κυνήγι, σε αντιδιαστολή προς το ψάρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + -θηρία (< -θήρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ζωο-θηρία, ὑδρο-θηρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”